- εὐδαιμονῶν
- εὐδαιμονέωto be prosperouspres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐδαιμόνων — Εὐδαίμων blessed with a good genius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδαιμόνων — εὐδαίμων blessed with a good genius gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
φτώχεια — η / πτωχεία, ΝΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α η κατάσταση τού φτωχού, η στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια, πενία (α. «μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια» β. «ὅς ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηίην ἀπῑκται ἐπὶ γήραος οὐδῷ», Ηρόδ.) 2. (κατ… … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՓԱՌ — (ի, աց.) NBH 1 458 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 13c ա. εὕδοξος, εὑκλειής, κλεινός, εὑδαιμονῶν gloriosus, honorificus, inclytus, celebris, illustris, felix, beatus Մեծափառ, քաջափառ, փառացի. պանծալի. բարեհռչակ. պատուական,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)